- προϋπολογιστικός
- -ή, -ό, Ν [προϋπολογισμός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προϋπολογισμό2. φρ. α) «προϋπολογιστικό κόστος» — κόστος που προκύπτει κατά προσέγγιση ως προς τις δαπάνες οι οποίες απαιτούνται για την εκτέλεση ενός έργουβ) «προϋπολογιστικός έλεγχος» — σύγκριση ανάμεσα στα μεγέθη τών προβλέψεων και τών αποτελεσμάτων τού προϋπολογισμού.
Dictionary of Greek. 2013.